Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ ΜΟΥ


Να υπήρχε ένα κουμπί να το πατήσω. Έτσι κι αλλιώς, πάνω σε ένα κουμπί γεννήθηκα. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο θα γεννιέμαι πατώντας κουμπί. Σε λίγο θα γεννιέμαι με κουμπί. Θα το πατάω εγώ, εσύ, οι άλλοι. Κι εγώ θα κλαίω, θα γελάω, θα τρέχω. Θα τρώω, θα κοιμάμαι, θα ψηφίζω, δε θα μιλώ. Σιωπή.

Να υπήρχε το κουμπί να το πατήσω. Θα το έκανα αν ήταν σωστό. Να το πατήσω και ν'αφαιρέσω το χρώμα απ’ τη ζωή μου. Βαρέθηκα την έγχρωμη ζωή. Τόσο χρώμα, δεν το αντέχω. Κάποιοι βάλαν κόκκινο από εδώ, λίγο κιτρινάκι από εκεί, το μπλε, το μαύρο το ροζέ, κάποιοι άλλοι πράσινο, για να ομορφύνει η ζωή μου. Κι έγινε η ζωή αφίσα. Εικοσιτετράφυλλη, σαν αυτές του δρόμου, τις διαφημιστικές. Σατέν υφάσματα, βελούδινα όνειρα και μεταξωτές ανάσες εκτυπωτή. Λίμνη από θλιβερές φιλοδοξίες. Χάρακας, διαβήτης, μοιρογνωμόνιο. Χαλκομανία η ζωή επάνω σε ταμπλό. Να περνάει ο άλλος με τη μπατανόβουρτσα, να σου περνάει την κολλώδη υγρή ουσία στη μούρη, αν σου ξεκόλλησε λίγο το χαμόγελο.

Να υπήρχε το κουμπί να το πατήσω και να καθησυχάσω τη φανταχτερή χαρά μου. Την ενθουσιώδη ευτυχία που μου φόρεσαν στο πρόσωπο. Μια νοικοκυρά, απλώνει το χέρι χαρούμενη στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Ένας πιτσιρικάς, πατά delete στο game που δεν του αρέσει. Μια γραβάτα λεκιάστηκε απ’ τον εσπρέσο. Σουξέ, tv και κέντρα αναψυχής. Ρυθμός, παλμός και διαφήμιση με ροζ μπικίνι. Κρέμες που λειαίνουν, οδοντόκρεμες που λευκαίνουν, προϊόντα που παχαίνουν, αλκοόλ που ομορφαίνουν. Σεξ απήλ κι αρρενωπότητα. Μια καθημερινότητα τζακ ποτ. Που όλο ποντάρω κι όλο κερδίζω κι όλα είναι χαρούμενα. Το εξώφυλλο, η βιτρίνα, το γυαλί. Θα το πατούσα το κουμπί, αν ήτανε σωστό.


Όταν έκλεισες πίσω σου την πόρτα και χάθηκες, λύγισα τα γόνατα κι έκλαψα πικρά. Φώναξα. Δεν ήρθε κανείς. Ξαναφώναξα. Βγήκα. Ατέρμονοι διάδρομοι και χολ πολυκατοικιών. Αμυδρός φωτισμός σε λαμπίτσες με πλεξιγκλάς λευκό καπάκι. Κουδούνια με ονόματα και πόρτες με ματάκι. Και στον τρίτο, και στο πρώτο και στον πέμπτο. Πού να κρυφτώ, σε ποια κατάψυξη, σε ποια καταπακτή;


Θα το πατούσα το κουμπί αν υπήρχε, για να μειώσω ταχύτητα. Να βάλω λίγο φρένο στην αχαλίνωτη επιτάχυνσή μου. Τόσο μπροστά, με τρομάζει. Τόση κούρσα με τσακίζει. Πίνακες στατιστικοί, δείχτες χρηματιστηρίου κι αριθμοί. Οι αριθμοί μου σε μαύρο φόντο, κρεμασμένοι σε μανταλάκια. Να τρώνε, να πίνουν, να χορεύουν. Ξαπλωμένοι να βλέπουν dvd, να ανακατεύουν το φραπέ, μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι. Οι αριθμοί μου στα μητρώα, στις κάρτες, στους φακέλους. Στα username, στα password, στα pin. Οι μυστικοί αριθμοί της ψυχής μου στους δρόμους. Οκτάνια, κοντέρ και κράνη ασφαλείας. Ταχύτητα και άνεμος που σφυρίζει στα μάγουλα. Πατάω γκάζι, έτσι μου λένε. Πατάω κι άλλο. Ψηφίδες ασφάλτου, άρωμα βενζίνης, άρωμα ζωής σε μπουκαλάκι. Αναισθησιολόγος, μάσκες χειρουργικές, τραπέζι πράσινο νεκροτομείου. Να το πατήσω το κουμπί θα’λεγα. Θα το’λεγα αν ήταν σωστό.

Να το πατήσω, να γευτώ την ευδαιμονία που μου υπόσχονται, που μου προσφέρουν. Τεντώνω το χέρι ψηλά. Κόβω ένα τσαμπί σταφύλια. Πίσω κρασί σε κούπα. Περιφέρω την ψυχή μου και την λιάζω. Καβουρντισμένη έγινε πια, νόστιμη. Απλώνω το χέρι ξανά. Τι λέτε να διαλέξω; Βιβλίο, εφημερίδα, γνώσεις σε υστερία, φως στο τούνελ. Πονεμένα reality, ξεκαρδιστικές κωμωδίες, γνώμες ειδικών. Παρθένες παραλίες, ψημένο βότσαλο, γάργαρο νερό. Κορμιά σμιλευτά, βυζιά σε ανεξαρτησία, κώλοι διαίτης και ασφαλές σεξ. Χάπι με χρώμα, σακούλα πολυτελείας κι ασκήσεις ηρεμίας. Χοντρός σεφ, σερβιτόρος με γραβάτα και menu restaurant. Το menu της ζωής μου σε αφθονία, παρατημένο σ΄εκείνο το τραπεζάκι, με το κρυστάλλινο τζάμι, το ανάγλυφο κηροπήγιο και το σκαλιστό πόδι. Σκουντώ το πόδι του διπλανού μου. Την ίδια σούπα τρως κι εσύ; Ναι, την ίδια τρώω, κι εγώ. Αυτός εκεί την έφτιαξε, ο χοντρός, στην κουζίνα. Αυτός τις φτιάχνει όλες. Όλες ίδιες, με την ίδια φροντίδα, για τους ίδιους πελάτες, τους εκλεκτούς.

Όταν έκλεισες πίσω σου την πόρτα και χάθηκες, χάθηκα κι εγώ. Ανώνυμος στους ανώνυμους. Έγινα πλήθος που αφομοιώθηκε. Βαρούσα τις πόρτες, τα παράθυρα, τα κουδούνια, τις νύχτες. «Τι θέλετε» τους ρωτούσα όταν βγαίναν απορημένοι στα μπαλκόνια τους. «Τι με κοιτάτε, τους έλεγα; Μια φωτεινή επιγραφή είμαι κι εγώ, μια λαμπίτσα τόση δα. Μια πυγολαμπίδα είμαι, που κουβαλά στα φτερά της τούς καθρέφτες σας».

Να το πατήσω το κουμπί θα’λεγα για να ζυγίσω την ελευθερία μου. Να εκτιμήσω το δικαίωμά μου να αυτοδιατίθεμαι. Ενημερώνομαι, επιλέγω, κρίνω, συγκρίνω, τρέχω με χίλια. Λειώνω κάτω από το βάρος μου. Τόσες αλήθειες δεν τις βαστώ. Συντρίβουν το κρανίο μου, σπάνε τα κόκαλα μου. Δηλώσεις, ανακοινώσεις, δελτίο των οκτώ. Μικρόφωνο, άποψη, πολυφωνία. Τηλεπικοινωνίες, πληροφόρηση, ψίθυρος. Περπατώ στο πεζοδρόμιό μου – ψώνια. Στέκομαι πίσω απ’ τον μπροστινό μου – ουρά. Μετρώ τα βήματα απ’ το χωλ ως την κουζίνα – δεκαεπτά. Ψήνω το γεύμα μου με τέσσερις κινήσεις – φούρνος μικροκυμάτων. Μετρώ τη μέρα μου με τέσσερις κινήσεις – φούρνος μικροκυμάτων. Λέω να πατήσω το κουμπί.

Ένα μουτζουρωμένο περιστέρι στο περβάζι του παραθύρου. Τσιμπολογάει τα ψιχουλάκια που δεν σκόρπισε ο αγέρας. Μάδησα ψίχα από ψωμί, ατενίζοντας. Μέσα ο θάλαμος σκέτη ασπρίλα. Σεντόνια, μπλούζες λευκές και φορεία άσπρα. Ποιος πίνακας με μέτρησε σήμερα; Ποιος αριθμός καταστάλαξε άραγε στο μέτωπό μου απόψε; Θα το πουν στις ειδήσεις;

Να πατήσω το κουμπί, θα έλεγα. Θα το έλεγα αν ήταν σωστό.

Αλλά δεν είναι.

Έτσι νομίζω…



Στον Γιάννη Κ.

3 σχόλια:

Nikolas Galanis είπε...

Και θα ήσουν ο κομβιοκράτορας Ανδρόνικε... συγχαρητήρια για το blog σου! Και πολύ ενδιαφέροντα όσα αναρτάς... αλλά θέλουν καλό διάβασμα τώρα...για να δω...

ceralex είπε...

Το ένα κουμπάκι έφερε το άλλο και βρέθηκα εδώ! Πραγματικά πολύ όμορφο το...κουμπί σου...

Καλώς σε βρήκα.

Ανδρόνικος είπε...

nikola και ceralex σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια...

είναι μια παρηγοριά...