Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Στην αυτο(α)δυναμία μου

Αγαπητό μου εκλογικό σώμα

Λαμβάνω το θάρρος να σου γράψω, διότι τώρα τελευταία (τον τελευταίο καιρό να το πω; - τα τελευταία είκοσι χρόνια να το πω;) διεκδικώ κι εγώ την αυτοδυναμία μου. Τον αυτοδύναμο έλεγχο στην διακυβέρνηση του εαυτού μου και της ζωής μου. Τώρα που έμαθες πώς το κάνουν, ελπίζω να κάνεις κάτι και για μένα. Διότι χάλια τα νεύρα μου, το ομολογώ, χάλια μαύρα. Όλα μου τα ποσοστά πεσμένα. Ούτε βήμα δεν μπορώ να κάνω αυτοβούλως, χωρίς να καταφύγω σε διάφορες συνεργασίες συνασπισμού. Χωρίς να αντιδράσουν οι δεύτερες σκέψεις της αντιπολίτευσης, στα πίσω έδρανα του μυαλού μου.



είναι πολλά τα λεφτά Αρη!


Γι’αυτό λοιπόν σου γράφω, εκλογικό μου σώμα, διότι το σώμα - μου κατ’ αρχάς, δεν το ορίζω. Η κούραση το ορίζει, η ατονία το διαφεντεύει, η εργασία κι η χαρά το χαίρονται. Με ενοίκιο το΄χω, όπως και το δυάρι. Το νοικιάζω το σώμα μου οκτώ ώρες την ημέρα στους εργοδότες, για να μπορώ να το ζήσω τις υπόλοιπες τέσσερις – γιατί τόσες μένουν. Αφαίρεσε οκτώ ώρες ύπνο και τέσσερις πέρα δώθε στη δουλεά – τι΄ναι ο κάβουρας τι’ναι το ζουμί του. Στο ζουμί μου ξεροψήνομαι σώμα μου, κι όλα αυτά γιατί; Για έναν καναπέ. Για να μπορώ να την αράξω το βράδυ ελεύθερος κι ωραίος και να κάνω ό,τι θέλω. Πτώμα σου λέω – πτώμα, στο πάτωμα.

Χρειάζομαι επειγόντως την αυτοδυναμία μου, για να μπορέσω επιτέλους να μπω σε σούπερ μάρκετ χωρίς συνταγή γιατρού, υπογλώσσια και πιεσόμετρο. Χωρίς δανεικά από μαμάδες, μπαμπάδες, θείες κι από εκείνη τη ρουφιάνα την πιστωτική. Που όλο την πληρώνεις, όλο την χρωστάς κι εκείνη όλο πιστωτική παραμένει. Να μπορώ να απλώνω το χέρι ανεπηρέαστος στο ράφι χωρίς να ακούω φωνές. Μέσα μου. Φωνές ζωηρές, σφριγηλές, στεντόρειες. Μη – όχι αυτό. Θα πάρεις εκείνο που το διαφημίζει κι η TV. Μα δεν θέλω εκείνο – εγώ θέλω αυτό. Ο-χι. Απαγορεύεται. Τηλεοπτικό θέσφατο. Δεν θα ψωνίσεις εσύ ό,τι γουστάρεις. Τσάμπα χώνουμε τόσα χρήματα στα σποτ; Εδώ έχει χυθεί αίμα, έχει αποδεκατιστεί κοσμάκης γι’αυτό το ράφι, για να μπορείς εσύ ελεύθερος να στέκεσαι μπροστά του. Εικονοστάσι να το κάνεις. Αγία λαϊκή αγορά του ραφιού. Μνημείο πεσόντων. Αμήν!

Διανύω την τέταρτη δεκαετία της ζωής μου εκλογικό μου σώμα κι ακόμα αναρωτιέμαι: εγώ, πότε θα εκπροσωπηθώ; Γιατί νοιώθω το πολιτικό μου στίγμα σαν τον τσελεμεντέ; Παίρνουμε στήθος από ΠΑΣΟΚ, ολίγο μπούτι από ΝΔ, τα σοτάρουμε με σάλτσα Παπαρήγα και τ'αφήνουμε να σιγοβράζουν για δύο αιώνες στους εκατό βαθμούς ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ. Πότε θα πάψει η πολιτική μου ταυτότητα να μυρίζει ταραμοσαλάτα; Πότε ένα κόμμα θα με εκφράσει απόλυτα, ακραιφνώς και με συνέπεια; Να πω ρε παιδί μου, αυτό είναι κόμμα για μένα, να το χαρώ. Πότε θα ξυπνήσω από το κώμα πού΄χω πέσει; Χωρίς να αλληθωρίζω το΄να μάτι δεξιά, τ’άλλο αριστερά κι η μύτη μου πού είναι; Δεν την βλέπω; Πρέπει να εκπροσωπηθώ κι εγώ στη ζωή – τα ποσοστά μου μέσα. Ποιος είσαι εσύ που θα με πεις μειοψηφία;

Θέλω να ανοίγω το ραδιόφωνο και να νοιώθω ότι εκπροσωπούμαι. Ελληνικό τραγούδι, δεν είναι τα χάρτινα σουξεδάκια της εποχής με την χρυσόσκονη. Ελληνικό τραγούδι, είναι άλλο πράμα, πιο πέρα, πιο κάτω. Είναι, όπως βλέπεις αυτά τα σουξεδάκια, θα τραβήξεις ευθεία μπροστά μερικά χιλιόμετρα, μετά θα στρίψεις αριστερά, μετά δεξιά και θα τα βρεις απέναντι, φάτσα. Δεν είναι δύσκολο, αλλά είναι άσχημος ο δρόμος, κακοτράχαλος. Όλο λακκούβες και σαμαράκια. Θέλει ζοριλίκι για να πας, δεν είναι για βολεψάκηδες.





-Δηλαδή, πόσα πολλά;



Θέλω να ανοίγω την τηλεόραση και να εκπροσωπούμαι ανά πάσα στιγμή. Δεν θέλω να πατάω υστερικά το κουμπί γυρνώντας κανάλια. Πρέπει να βρω το κανάλι μου, σ’αυτήν τη Βενετία της TV. Θάνατος στη Βενετία, στην πλήξη και την ανία. Θάνατος στη βλακεία και την σαχλαμάρα. Πού βρίσκομαι όμως, σύμφωνα με τον χάρτη της AGB; Ούτε στα «λοιπά»;

Γι’αυτό σου λέω σώμα μου, χρειάζομαι επειγόντως την αυτοδυναμία μου. Πότε θα καταφέρω επιτέλους να κυβερνήσω ανεπηρέαστος τον εαυτό μου; Γιατί το΄χω ανάγκη, το τραβάει ο οργανισμός μου αγαπητό μου εκλογικό σώμα. Την έχω αυτήν την κακή συνήθεια – κακά τα ψέματα. Θέλω να’μαι κύριος του εαυτού μου. Τι ζητάω ο χριστιανός; Να μπορώ να πω «εδώ είμαι» - παρόν. Να μπορώ να αντιδράσω, να λάβω μέρος, να ακουστώ. Να τύχει να με ρωτήσει κάποιος υπεύθυνος – λέμε τώρα, και να μπορώ να απαντήσω χωρίς να κινδυνεύω να χαρακτηριστώ ταραξίας και κουκουλοφόρος. Γιατί αυτήν την κουκούλα, άλλοι μου την φόρεσαν, να το ξέρετε. Άλλοι με κουκούλωσαν και με καπέλωσαν. Άλλοι μου βάλαν τον σιγαστήρα στη γλώσσα και τον αναπνευστήρα στο στόμα – και πρέπει επιτέλους να τα αποτινάξω από πάνω μου. Τόσα χρόνια σκλαβιάς – κανείς δεν την αντέχει.

Διεκδικώ αυτοδύναμη την συνείδησή μου. Ακέραιη, ολόκληρη, χωρίς να με νοιάζει αν ο σκύλος είναι χορτάτος. Ακέραιη συνείδηση χωρίς ψαλιδίσματα, καψαλίσματα, κραδασμούς και ρεύματα από ανοιχτά παράθυρα. Θέλω να μπορώ να μην παρατυπώ. Να μην αναγκάζομαι να σπρώξω, προκειμένου να προχωρήσω, σαν σφάγιο. Να μην έρχομαι στην δυσάρεστη θέση να αντιστέκομαι όταν με σπρώχνει ο διπλανός, σ΄ένα ανελέητο ντόμινο.

Θέλω να βγαίνω στη πόλη και να βλέπω ανθρώπους χαμογελαστούς – μπορώ; Να μην κοιτώ την ημερομηνία και να αναρωτιέμαι ποιοι κυκλοφορούν σήμερα; Οι θλιμμένοι; Οι αγέλαστοι; Οι τσατισμένοι; Οι φοβισμένοι; Κι εγώ εντέλει σε ποιους ανήκω; Πού κατατάσσομαι; Τι λέει ο καθρέφτης μου; Με ποιους κυκλοφορώ σήμερα; Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ γιατί ποτέ να σ’αποκτήσω δεν μπορώ. Αμήν!

Δεν διεκδικώ το δικαίωμά μου να’χω δικαιώματα, αγαπητό μου σώμα. Ασ’το αυτό. Ψιλά γράμματα. Βρώμισε κι όλας. Όσα πάνε κι όσα έρθουν – καλή καρδιά! Διεκδικώ το δικαίωμά μου να μπορώ να διεκδικώ τα δικαιώματά μου αυτοδύναμα. Να ξέρω ότι τά’χω κι ας μη τα χρησιμοποιήσω ποτέ βρε αδερφέ. Αλλά να ξέρω ότι υπάρχουν. Όχι σαν την Ατλαντίδα. Θέλω σίγουρα πράγματα. Να τά΄χω, να τα βλέπω και να τα χαίρομαι. Να μη μου τα πειράζει και να μη μου τα υποβαθμίζει ουδείς. Να τα πιάνω στα χέρια μου, να τα βγάζω στον ήλιο να λιάζονται, να τα πηγαίνω βόλτα. Να τα χώνω στο ψυγείο, στην κατάψυξη και να τα συντηρώ όσο θέλω κι όπως θέλω εγώ.

Αυτήν την αυτοδυναμία διεκδικώ αγαπητό μου εκλογικό σώμα. Να μπορώ να ασκώ τα δικαιώματά μου, χωρίς να είμαι αναγκασμένος να καταφεύγω σε λύσεις συνεργασίας, προκειμένου να την βγάλω – τουτέστιν πίσω πόρτες, κρυφοφιλήματα, ρουσφετάκια, φακελάκια. Και σε τελική ανάλυση, γιατί πρέπει να συνεργαστώ. Φτάνει πια. Δεν θέλω άλλο να το κάνω – δεν συνεργάζομαι. Κι ας μαζευτούμε μια φορά οι μη αυτοδύναμοι. Ας δώσουμε ένα κοινό παρόν. Να μετρηθούμε ρε παιδί μου. Να δούμε πόσοι είμαστε. Κάνουμε κόμμα; Βγάζουμε έδρες; Μπαίνουμε στη Βουλή; Θα μας εκπροσωπήσει κανείς ή θα’μαστε εσαεί μια αόριστη μειοψηφία;

Διότι, κακά τα ψέματα, εκλογικό μου σώμα, αφού καταφέραμε να βγάλουμε αυτοδύναμη κυβέρνηση, γιατί όλοι έχουμε την αίσθηση, ότι εμείς είμαστε από τους άλλους – από τους λίγους; Από αυτούς που εντέλει δεν εκπροσωπούνται πουθενά κι από κανέναν; Μήπως, αν μαζέψουμε ο καθένας την προσωπική του «μειοψηφία» - λέω μήπως, πάψουμε να είμαστε ένα κόμμα με δεκαδικούς;

Δεν υπάρχουν σχόλια: