2.
Μωρούλια μου,
καλησπέρα. Πάλι δεν είχα ύπνο προχτές κι άπλωσα το χέρι στο μαύρο βιβλίο. Εγώ
από το μαύρο αυτό βιβλίο διαβάζω ιστορία. Η ιστορία είναι το φαί μου, αλλά δεν
το τρώω όλο… θέλω να πω, ότι είναι πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω.
Προσπαθώ, αλλά αδυνατώ. Γι’αυτό, παρά το ότι είναι το φαί μου, δεν την τρώω.
Εγώ την ιστορία τη ρουφάω!
Ρούφα, ρούφα ιστορία όμως, σε
συνδυασμό κιόλας με αυτά που γίνονται σήμερα, σού’ρχεται ο ντουβρουτζάς και τα
βλέπεις όλα στραβά κι ανάποδα. Βέβαια δεν είναι κακό να τα βλέπεις τα πράγματα
κι από την ανάποδή τους. Οι άραβες δηλαδή που διαβάζουν και γράφουν ανάποδα,
από δεξιά προς τα αριστερά, τι είναι, χαζοί είναι; Όταν ονόμασαν τη διώρυγά
τους zeus, δηλαδή Δίας,
φταίνε αυτοί που εμείς το διαβάσαμε Suez, αγνοώντας ότι αυτοί γράφουν ανάποδα; Ή διαβάζουμε εμείς ανάποδα κατ’
αυτούς; Και ποιοι τέλος πάντων γράφουν σωστά, αυτοί που είναι Άραβες ή εμείς
που δεν είμαστε Άραβες; Να κάτι ερωτήματα που πρέπει να λύσω, κατάλαβες; Κάπου
εκεί χάνω τον ειρμό μου. Και δεν έχω και το ντοκουμέντο. Με κάμερα και ένα
μικρόφωνο να το εξακριβώσω ο εγώ ο ίδιος το συμβάν, κατάλαβες; Γραπτά, τι να
φτουρήσουν.
Πάνω σ’ ένα άσπρο χαρτί, με μαύρα γράμματα να χοροπηδάνε από τη νύστα, τι
κατάσταση να φτιάξεις μόνος σου; Υστερεί, σου λέω, πίστεψέ με. Έχεις τη
φαντασία σου, θα σου πει άλλος. Κέντησε τα γεγονότα με τη στοιχειώδη ζωηράδα,
μόνος σου. Τι να πρωτοκάνεις μόνος σου, Παναγία μου! Μη τα θέλετε κι όλα δικά
μας! Να φτιάξουμε καφέ, να κάνουμε μπάνιο, να ντυθούμε, να γδυθούμε, να
ξαπλώσουμε. Να θυμηθούμε σε ποια σελίδα το αφήσαμε εχτές. Μαζεύονται πολλά για
ένα βράδυ. Τι να σου κάνει κι αυτή η φαντασία; Φαντασία είναι, δεν είναι η Walt Disney.
Η walt desney κατά βάθος ήταν άνθρωπος, ξέρετε . Είναι
δηλαδή και ταινίες αλλά είναι και αυτός ντε, που έκανε τα σκίτσα να κουνιούνται
και να λένε αστεία, ο μπαμπάς του Μίκυ Μάους; Αυτός! Που κι αυτός, ο Disney δηλαδή, από την πολλή φαντασία που είχε, έφτιαξε
το ανυπέρβλητο fantasia το
1940 για να μείνει στην αθανασία, αλλά ο ίδιος πέθανε. Πέθανε το 1966 από
ανακοπή της καρδιάς επειδή ήταν καρκινοπαθής και κάπνιζε σαν αράπης. Γιατί από
ανακοπή πήγε κι ας είχε καρκίνο, πρόλαβε και σταμάτησε η καρδιά και τον έκαψαν
δύο μέρες μετά. Διότι τό ‘καψαν το σώμα του, μην ακούτε αυτά που λένε ότι πήγε
από κατάψυξη. Ότι και καλά τον πάγωσαν για να τον ξεπαγώσουν – τι είναι,
χταπόδι; - όταν, τάχα μου, η επιστήμη θά ’χει ανακαλύψει το φάρμακο του
καρκίνου. Τι να το κάνει το φάρμακο του καρκίνου; Από την καρδιά του λέμε ότι
πήγε ο άνθρωπος. Αυτά τώρα πόση φαντασία πρέπει να’χεις για να τα καταλάβεις
όλα μαζεμένα; Πάντως στην κηδεία του δεν πήγε ούτε ο Μίκυς, ούτε ο Γκούφη. Το
είδα εγώ στην τηλεόραση.
Γιατί είπαμε, είναι και που δεν είχαν τηλεοπτικές κάμερες και μικρόφωνο, ρε
παιδί μου, εκείνες τις εποχές τις πιο παλιές. Ένα ρεπορτάζ, ένα αποκλειστικό,
έναν Φρέντυ Γερμανό τέλος πάντων που να μου δείχνει τα πρόσωπα της ιστορίας να
μου μιλάνε, έστω και ασπρόμαυρα. Θέλω ζωντανά πράγματα εγώ, όχι μόνο
φωτογραφίες, γραμματάκια και μπλα-μπλα. Γιατί μην κοιτάτε που υπάρχει αυτή η αντιγερμανική
προπαγάνδα πάλι, λόγω των ημερών, όλες οι εποχές τον χρειάζονται το Γερμανό
τους. Το Φρέντυ, όχι τον άλλο. Γιατί ο Γερμανός, ο άλλος όχι ο Φρέντυ, έχει κι
αυτός τα δίκια του. Σου λέει, ρε φίλε, για να μπορέσω να αναπτυχτώ, θέλω να
απλώνω τα ποδάρια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ εγώ σε κασελοντίβανο, θέλω διπλό
κρεβάτι φαρδυ-κώλικο. Να νοιώθω κυρίαρχος, αλλιώς πώς θα σου φτιάξω Γκαίτε, πώς
θα σου φτιάξω Νίτσε, πώς θα σου φτιάξω Μπετόβεν. Κουφός, θα μου πεις.
Κουφός-ξεκουφός, εγώ τον έφτιαξα. Εσύ τι έφτιαξες; Εμείς πάλι σε κουφό, δεν
έχουμε κάτι. Έχουμε όμως σε τυφλό. Τον Μπαγιαντέρα. «Σα μαγεμένο το μυαλό μου
φτερουγίζει» κ.λπ Μη τα ισοπεδώνουμε
όλα.
Γιατί κι εμείς, αν αφήσουμε το μυαλό
μας να φτερουγίσει, έτσι ξεμυαλισμένοι που είμαστε, μπορεί να φτάσει μέχρι και
την επανάσταση. Τότε που μας είπαν «κάνουμε επανάσταση» κι εμείς πήραμε τα
καριοφίλια και κάναμε γιούρια. Για να διώξουμε τον Τούρκο, τότε παλιά, κάτι
θυμηθήκατε, είμαι σίγουρος. Τότε λοιπόν, οι πρωθυπουργοί που τους λέγαν και
Κυβερνήτες, ήταν δυσεύρετοι, δεν είναι όπως σήμερα, δέκα στον παρά. Γι’αυτό και
φέραμε απ’ έξω τον Καποδίστρια. Όχι πως δεν είχαμε δικούς μας να βάλουμε,
δηλαδή κι ο Καποδίστριας δικός μας ήτανε, αλλά ήταν και του εξωτερικού και όπως
και να το κάνουμε άλλο κύρος έχει, ρε παιδί μου «ο απέξω». Τον φέραμε λοιπόν,
του είπαμε κυβέρνησε και μόλις πήγε να κυβερνήσει βγάλαμε τα κουμπούρια και τον
μπουμπουνίσαμε, διότι δε μας άρεσε ο τρόπος του. Ρε φίλε, αφού είχες δικούς σου
τρόπους να κυβερνήσεις, τι τον ξεσήκωσες τον άνθρωπο και τον έφερες τόσες ώρες
δρόμο; Αλλά τέτοιοι είμαστε. Όλα δικά μας. Έχουν άδικο λοιπόν οι ξένοι που όλο
ανακατεύονται; Είδαν κι απόειδαν οι Γερμανοί ότι εμείς εδώ δε λέμε να κάνουμε
κράτος, διότι πάσχουμε από ακράτεια και μας κουβάλησαν τον Όθωνα για βασιλιά, ο
οποίος ήρθε μαζί με τα lego
του γιατί ήταν, λέει, μόνο 17 χρονών κι έπρεπε να παίζει. Μέχρι να γίνει 20 και
να κυβερνήσει ενηλικιωμένα, στιβαρά δηλαδή, κυβέρνησε μια Βαυαρική επιτροπή
αντιβασιλείας η οποία ήταν πολύ φιλελληνική αλλά και φιλειρηνική. Δεν μπορούσε
να βλέπει βία και πιστόλες, σκιαζόταν. Επίσης δεν τα πήγαινε καλά με τις
φουστανέλες και τις μουστάκες. Άλλη κουλτούρα, παιδί μου! Ξυρίσου, μωρέ κερατά,
περιποιήσου λίγο τον εαυτό σου, ξένοι έρχονται! Τίποτα αυτοί. Τι να κάνουν και
οι Βαυαροί που ήταν και ευαίσθητοι, όπου έβλεπαν οπλαρχηγούς και καπεταναίους
τους πέρναγαν από δίκη και τους καταδίκαζαν σε θάνατο, για τρίχες δηλαδή. Έτσι
κατέληξε στο μπούρτζι ο Θόδωρας, ο δικός μας ντε, ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας
και πολλοί άλλοι ακόμα. Ή θα μάθετε να ζείτε μονιασμένοι και πειθαρχημένοι ή δε
θα αφήσουμε ρουθούνι. Εμ, δε θα’ θελα τώρα εγώ να υπήρχαν κάμερες τότε, να δω
στη μούρη αυτόν τον Οθωνα ή Κώθωνα καλύτερα, να ακούω σε τίτλους ειδήσεων
«δείτε στα γεγονότα στις οκτώ, τις δηλώσεις του Όθωνα για την απονομή χάρης
στους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Δημήτριο Πλαπούτα», να περνούν σε σουπεράκι από
κάτω οι αριθμοί του ΤΖΟΚΕΡ και τέλος να πέφτει το σποτ για τα cd της Μαρινέλλας στην Κυριακάτικη προσφορά
της real news; «Άνοιξε πέτρα για να μπω, ήλιος να μη με βλέπει;»
Και τώρα που είπα πέτρα, θυμήθηκα
την άλλη την ντουβάρω, την Αντιγόνη που την έχτισαν στις σπηλιές γιατί
ζοχαδιάστηκε με το θειο της, τον Κρέοντα.
Δεν κοιτάς τα
χάλια σου, μωρή ψωριάρα, που ο Οιδίποδας, αν και αδερφός σου, παντρεύτηκε τη
μάνα σου, γέννησε εσένα, έκανε άλλους τρεις, καταράστηκε τ’αρσενικά και στο
τέλος όταν το΄μαθε, αντί να τους πλακώσει όλους στις γρήγορες, βασιλιάς πράμα,
έβγαλε λέει τα μάτια του από ευθιξία για να μη βλέπει όπως τά’κανε. Από εκεί
καθιερώθηκε το «καλύτερα να σου βγει το μάτι», μεγάλο σουξέ! Άκου τώρα κάτι
κολλήματα που είχαν οι άνθρωποι. Και η άλλη, δεν κοιτά τα χάλια της, πάει και
χώνεται μεσ’ στη μέση. Είπαμε κατάρα, κυρά μου – χρησμός δηλαδή. Τους
καταράστηκε ο μπαμπάς να διαφωνήσουν στη μοιρασιά και να αλληλοσκοτωθούν. Τι
θέλεις τώρα εσύ, κορίτσι πράμα και ανακατεύεσαι στα μαχαιρώματα; Το θεώρησε
λέει ύβρη προς τη μνήμη του πατέρα της και τους Θεούς να αφήσει άταφο τον
αδερφό της. Εμ, δεν είχες υπ’ όψην σου πόσο πάει μια κηδεία, τελετές, στέφανα,
τρισάγια, μνημόσυνα. Αν τά’ξερες τότε θα σού’λεγα εγώ ύβρεις και μπινελίκια. Κι
όλο αυτό για να τιμήσει το νεκρό αδερφό της, ο οποίος σκοτώθηκε από τον άλλο
νεκρό αδερφό της, ο οποίος τον «έριξε» και δεν του’δωσε το θρόνο όπως ήταν η
συμφωνία. Ο θειος τους, λοιπόν, ο Κρέοντας που του ήρθε κουτί ο αλληλοσκοτωμός
των δύο παιδιών του Οιδίποδα, αναγκάστηκε να αναλάβει εκείνος το βαρύ φορτίο
του θρόνου κι έβγαλε φιρμάνι, ο Πολυνίκης, ο ριγμένος επαναστάτης δηλαδή, να
μείνει άταφος να τον φάνε τα όρνια. Βρε όρνιο, τι νόημα έχει να τον αφήσεις
έτσι τον άνθρωπο να μας θερίσει και η πανώλη; Τον εκδικείσαι δηλαδή μ’ αυτόν
τον τρόπο; Εκδικήσου τον όσο είναι ζωντανός, όχι πτώμα. Αλλά, εκεί, να δείξει
πυγμή και εξουσία, ακόμα δεν ανέλαβε. Και στο τέλος τι κατάλαβε; Έχτισε την
Αντιγόνη, αυτοκτόνησε ο γιος του και ο ίδιος υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις
εντολές του. Πιασ’ τ’ αβγό και κούρεφ’το. Μπάχαλο, όλα μπάχαλο. Πόση φαντασία
λοιπόν χρειάζεται για να τα χωρέσεις όλα αυτά στο μυαλό σου; Γι’αυτό και
παίζονται οι τραγωδίες αυτές 2.500 χρόνια, γιατί κατάβάθος δεν έχουμε ακόμη
καταλάβει τίποτα. Ενώ οι δικές μας, τάκα τάκα. «Τραγωδία στο Αιγαίο» σκοτώθηκε
δυο τρεις, πνιγήκαν άλλοι δύο, τρεις μέρες ρεπορτάζ και τέλος, ο επόμενος.
Μα κι εμείς, ρε παιδί μου, δεν έχουμε και τόσα πολύπλοκα φονικά. Ξαφνικά
του σβουράει του άλλου, πιάνει την καραμπίνα και ξαπλώνει πέντε. Απλά πράγματα.
Όχι σαν τον άλλο, τον Αντυπα… ξέρω πού πήγε το μυαλό σας, σ’αυτόν που
παριστάνει τον τραγουδιστή, στον «καταιγίδα». Εγώ μιλώ για τον παλιό, τον
προπολεμικό, τον Μαρίνο Αντύπα. Που παιδευόταν μια Θεσσαλία ολόκληρη, τόσα
χρόνια για να τον κάνουν να σταματήσει να ξεσηκώνει τους χωρικούς και τους
κολλήγους με το «ισότης, αδελφότης, ελευθερία». Τι το μαγειρεύαν οι τσιφλικάδες
από εδώ, τι από εκεί, τι με τους νόμους, τι με τη χωροφυλακή, για να τον κάνουν
να το βουλώσει και να μην τους ξεσηκώνει σε επαναστάσεις, τίποτα αυτός. Στο
τέλος κατέφυγαν στη γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή. Άντε μπράβο να τελειώνουμε.
Δέκα πέντε σελίδες διάβασα μέχρι να αποφασίσουν να βάλουν κάποιον να τον βρει,
να βγάλει την κουμπούρα και πάρ’τον κάτω τον άτιμο. Αυτό το επεισόδιο τώρα, πώς
να το εκτιμήσεις με γραμματάκια και σελίδες; Θεσσαλικός κάμπος, ρούχα εποχής,
άλογα, τουφέκια, φάρμες. Αυτό ήθελε τις κάμερές του, τους οπερατέρ, τους
σκηνοθέτες κι εκεί που αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Αντύπα, τσουπ να
ξεπετάγεται με τ’ άλογο τουφεκίζοντας ο Κούρκουλος φωνάζοντας «με λένε
Αστραπόγιαννο»! Ωραίες κουβέντες! Με τζερτζελέ και εντάσεις.
Χαμηλώνω τις εντάσεις μωρούλια μου, γιατί πάλι μια νύστα μου χτυπάει το
κεφάλι. Αφήνω τον εαυτό μου να χαλαρώσει λίγο και κλείνω το βιβλίο, κλείνω το
φως, κλείνω τα μάτια. Καληνύχτα σας, χρυσούλια μου. Κι αύριο, ιστορία είναι…